- ἔσπασαν
- σπάωdrawnthroughaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Murder of Gramoz Palushi — Location Zakynthos, Greece Date September 4, 2004 Attack type Murder Death(s) Gramoz Palushi … Wikipedia
άθλαστος — η, ο (Α ἄθλαστος, ον) αυτός που δεν τόν έσπασαν ή δεν μπορούν να τόν σπάσουν, άσπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θλαστός, ρηματ. επίθ. τού θλῶ* ( άω)] … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… … Dictionary of Greek
τραντάζω — Ν 1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση») 2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν») 3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω… … Dictionary of Greek
Ελεβήχος ή Ελλεβίχος — (4ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Θεοδόσιου Α’ (379 395). Έγινε γνωστός από τα επαναστατικά γεγονότα του χειμώνα του 387 στην Αντιόχεια, στη διάρκεια των οποίων οι κάτοικοι της πόλης επαναστάτησαν εξαιτίας… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
πλευρό — το 1. το πλαϊνό μέρος του κορμού ανθρώπου ή ζώου: Έχω πόνο στα πλευρά μου. 2. το καθένα από τα πλαϊνά κόκαλα του θώρακα ανθρώπου ή ζώου: Του έσπασαν τα πλευρά από το ξύλο. 3. το πλάγιο μέρος πράγματος: Το πλευρό του αυτοκινήτου σου είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβόλι — το σβόλος: Έσπασαν τα σβόλια με τις τσάπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)